Το καμηλό παλτό -Νίκος Δημου
Η κυρία στεκόταν όρθια έξω από έναν μεγάλο φούρνο στην Κηφισιά. Ήταν ντυμένη απλά αλλά καλόγουστα και φαινόταν σαν να περίμενε κάποιον. Προσπερνώντας, την άκουσα να μου ψιθυρίζει: «Συγγνώμη, πεινάμε». Σταμάτησα κατάπληκτος, βέβαιος πως δεν είχα ακούσει καλά. Όμως η κυρία, με χαμηλωμένο βλέμμα, επανέλαβε τη φράση. Μπήκα βιαστικός στον φούρνο, αγόρασα, έκανα ψιλά και, φεύγοντας, της έβαλα στο χέρι ένα μικρό χαρτονόμισμα. Δεν μου πήγε να δώσω κέρμα. Πρόσεξα το χέρι. Ήταν περιποιημένο. Το ψιθυριστό «ευχαριστώ» σχεδόν δεν ακούστηκε. Το συναπάντημα αυτό με συγκλόνισε σαν γροθιά στο στομάχι. Σίγουρα κάθε φτώχεια είναι οδυνηρή, αλλά η φτώχεια του νεόπτωχου αξιοπρεπούς αστού είναι πιο σκληρή. Δεν έχει μάθει την ένδεια, ζούσε μια καλή ζωή, και ξαφνικά τα χάνει όλα. Ο άλλος, που ζει χρόνια στη φτώχεια, έχει ξεδιπλώσει στρατηγικές και άμυνες τις οποίες ο νεόπτωχος δεν υποψιάζεται καν. Και ξαφνικά ο νους μου πήγε πολλά χρόνια πίσω. Στο τέλος της φοιτητικής μου ζωής στη Γερμανία συνεργά