ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ “ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ” Γιατί ξαναστήνεται η υπόθεση “Τρομοκρατία” σήμερα.
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
Και ξαφνικά (;) ξαναπήξαμε από αυτόκλητους «τιμωρούς» της Εξουσίας, «λαϊκούς εκδικητές», «σωτήρες» των αδικημένων και λοιπούς τρομοκρατίσκους της συμφοράς. Εκεί που το νεοελληνικό κράτος το 2004, εν όψει φυσικά Ολυμπιακών Παιχνιδιών (Οlympic Games), είχε αποφασίσει να σκηνοθετήσει την «εξάρθρωση» της «Tρομοκρατίας» -την οποία είχε στήσει και συντηρούσε καθʼ όλη τη διάρκεια της Mεταπολίτευσης- τώρα αποφάσισε να την ξαναβγάλει από τη ναφθαλίνη.
Η αιτία γιʼ αυτή την επιλογή των αφεντικών της νεοελληνικής κοινωνίας μόνο μια μπορεί να είναι: o κοινωνικός πόλεμος στην Ελλάδα ενδέχεται να ξεσπάσει με απρόβλεπτη σφοδρότητα. Η μαθητική εξέγερση του περασμένου Δεκεμβρίου (2008), η οποία, αν και ημιτελής, εξάντλησε όλο το απόθεμα δακρυγόνων της Aστυνομίας (και υποχρέωσε σε εσπευσμένη εισαγωγή νέου «υλικού»), ήταν απλώς ένα από τα προεόρτια, τα οποία το μόνο που δείχνουν είναι ακριβώς, ότι το ενδεχόμενο απρόβλεπτης όξυνσης του κοινωνικού πολέμου παραμένει ανοιχτό. Αυτό είναι κάτι, που για τους κρατούντες, πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί.
» από το στόμα και Για την κοινωνική δυσαρέσκεια (και ιδιαίτερα γιʼ αυτήν της νεολαίας) δεν φταίει φυσικά ούτε η διεθνής οικονομική «κρίση», ούτε κάποια άλλη από αυτές τις σχεδόν μεταφυσικές αοριστίες, που μηρυκάζουν με ψευδοεπιστημονικό ύφος οι επικοινωνιολόγοι (βλ. ευνούχοι) της Εξουσίας (ακόμα κι αν τους βγάλει κανείς την καραμέλα της «οικονομικής κρίσηςτούς βάλει να μιλήσουν π.χ. για Aστρολογία, πάλι το ίδιο επιστημονικοφανές ύφος θα έχουν –άλλωστε γιʼ αυτό το ύφος τους πληρώνονται). Το μόνο που φταίει είναι η πρωτοφανής (ακόμα και για μια τριτοκοσμική χώρα σαν την Νεοελλάδα) απληστία των νεοκοτσαμπασήδων, που λυμαίνονται απροκάλυπτα τη χώρα (όπως ακριβώς έκαναν οι πρόγονοί τους τής «τουρκοκρατίας» και του Βυζαντίου. Διαβάστε: «Από τους Τουρκόφιλους ανθενωτικούς του Βυζαντίου, στους σημερινούς Ρωμηούς “μάνατζερς”»).
Πότε ένα Κράτος καταφεύγει στην Τρομοκρατία
Υπό το φόβο λοιπόν της κοινωνικής δυσαρέσκειας, που συσσωρεύεται περιμένοντας την ώρα να ξεσπάσει, το νεοελληνικό κράτος αποφάσισε να παίξει ξανά το χαρτί της «Τρομοκρατίας». Άλλωστε πρόκειται για δοκιμασμένη συνταγή, την οποία έχει εφαρμόσει και το, καταταλαιπωρημένο από τον κοινωνικό πόλεμο, Ιταλικό κράτος, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1970.
Είναι ιστορικώς διαπιστωμένο από όλες τις κοινωνικές εξεγέρσεις, που έχουν εκδηλωθεί μεταπολεμικά στο Δυτικό Κόσμο (π.χ. Μάης του ʼ68, Η.Π.Α., Πολυτεχνείο 1973, προπέρσινες ταραχές στη Γαλλία και, όπως ξαναεπιβεβαιώθηκε, από τις εδώ μαθητικές ταραχές τού προηγούμενου Δεκεμβρίου), ότι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει -και φοβάται- η Εξουσία είναι αυτή της αυθόρμητης (=αυτοορμώμενης), φανερής και γενικευμένης βίας. Δηλ. της βίας των οδοφραγμάτων, όπου η ρήση «βία στη βία της Εξουσίας» αποκτά την ολόπλευρη εκπλήρωσή της. Αλλά και της εξίσου αυθόρμητης και φανερής βίας τών απαλλοτριώσεων τού υπεξαιρεθέντος κοινωνικού πλούτου και τής ορθολογικότερης αναδιανομής του (βλ. τις αναδιανεμητικές εξορμήσεις των αναρχικών, που ψυχραιμότατα ξαλαφρώνουν τα ράφια των σούπερ μάρκετς και επαναδιοχετεύουν το κοινωνικό προϊόν στην αυτονόητη κοινωφελή του ροή, π.χ. προς τους λιμοκτονούντες -και εγκαταλελειμμένους σαν σκυλιά στην τύχη τους-συνταξιούχους).
Η γλώσσα της αυθόρμητης, φανερής και γενικευμένης βίας είναι η μόνη γλώσσα που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί και να αλλοιώσει η Εξουσία. Π.χ. όταν η βία των εξεγερμένων στοχεύει αυθόρμητα, φανερά και γενικευμένα σε ναούς της τοκογλυφίας, της διαφθοράς, ή της χαζοχαρούμενης εικονικής ψευδοευημερίας -τράπεζες, υπουργεία της «μίζας», πολυκαταστήματα κ.λπ. (ακόμα και εκκλησίες –δηλ. παγκαροφυλάκια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- «μπογιάτισαν» οι «αθεόφοβοι» μαθητές τον Δεκέμβριο του 2008) τότε οι απαρχαιωμένες προβοκάτσιες των κουκουλοασφαλιτών, που σπάνε άσχετα μικρομάγαζα και μετά σκηνοθετούν τη λεηλασία τους φωνάζοντας εξαθλιωμένους μετανάστες για να πλιατσικολογήσουν, δεν επαρκούν για να σπιλώσουν επικοινωνιακά την – ευρέως αποδεκτή πλέον- βία των εξεγερμένων. Είναι ευκολονόητο, ότι μια οργισμένη διαδήλωση μερικών χιλιάδων, που θα σπάσουν φανερά και στοχευμένα, απλώς την γυάλινη πρόσοψη π.χ. μιας τοκογλυφικής εταιρείας (=τράπεζας) και που θα φωνάξουν μερικά άγρια συνθήματα, καταφέρνει πολύ περισσότερα πράγματα από μια προβοκάτσια εκπαιδευμένων βομβιστών, που θα ανατινάξει ανούσια το εσωτερικό τού υποκαταστήματος της εν λόγω εταιρείας. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι ο εντυπωσιασμός μέσω της βίας, αλλά μιά βία, που θα λειτουργήσει ως αυθόρμητο, φανερό και γενικευμένο απειλητικό μήνυμα προς την Εξουσία, ότι «έρχονται κρεμάλες». Επίσης η αναδιανομή του «εθνικού προϊόντος», το οποίο υπεξαιρείται π.χ. από το καρτέλ των σούπερ μάρκετς (προϊόν, το οποίο αποκαλείται υποκριτικά από τους οικονομολόγους «εθνικό» μόνο όταν παράγεται, ενώ όταν έρχεται η ώρα της διανομής του, μετατρέπεται ως δια μαγείας σε… εμπόρευμα) καταφέρνει να παραδειγματίσει καταλυτικά, σε αντίθεση με μια προβοκατόρικη λεηλασία ενός μικρομάγαζου.
Η (παρα)κρατική Πέμπτη Φάλαγγα σε πλήρη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια των πανελλαδικών μαθητικών ταραχών του Δεκεμβρίου 2008: κουκουλοφόροι προβοκάτορες αστυνομικοί με λοστούς στα χέρια έτοιμοι να σπάσουν άσχετα μικρομάγαζα (βλ. «ο θάνατος του εμποράκου»). Έτσι θα εξάψουν το μελοδραματικό χριστιανοφιλάνθρωπο θυμικό των Ρωμηών. Σε όσους διαθέτουν την κοινή λογική, οι πρακτικές αυτές της Αστυνομίας ήσαν ανέκαθεν γνωστές. Ενώ η δημοσιογραφική υποκρισία τις «ανακάλυψε» πρόσφατα και μόνο κάτω από την ασφυκτική πίεση της ελεύθερης και αδέσμευτης Διαδικτυακής ενημέρωσης, απʼ όπου προέρχεται και η εικονογράφηση του άρθρου.
Βέβαια, η μοιρολατρεία και η παθητικότητα των κάθε είδους νοικοκυραίων θα «καταδικάσει» γενικώς και αορίστως την βία «από όπου κι άν προέρχεται», ως δήθεν αδιέξοδη («καταδίκη» μόνο στα λόγια, αφού δεν μπορούν να επιβάλλουν καμία ποινή). Θα παρακάμψουν υποκριτικά το πρόβλημα: ότι η πρωταρχική, η γενεσιουργός βία, είναι παντού και πάντα η εξουσιαστική. Εκτελώντας τον προγραμματισμό, που τούς έχουν εμβάλλει, θα κατευθύνουν την οργή τους εναντίον του εύκολου στόχου, δηλαδή της βίας των εκάστοτε εξεγερμένων (δηλ. συνήθως εναντίον των νέων). Και θα τούς υποδείξουν επιτιμητικά τούς «ειρηνικούς» (και απολύτως ελεγχόμενους και δρομολογημένους από το Σύστημα) τρόπους αντίδρασης, όπως π.χ. η …ψήφος και ο (κατόπιν εορτής…) κοινωνικός διάλογος (τον οποίο η ίδια η εξουσία είχε a priori απορρίψει, οδηγώντας έτσι τα πράγματα στη σύγκρουση, την οποία είχε ως ενδεχόμενο υποτιμήσει).
Ας υπενθυμίσουμε όμως, ότι οι διάφοροι ειρηνικοί τρόποι αντίδρασης στην ασυδοσία των εξουσιών (όπως π.χ. η ψήφος) παρά την μαζικότητά τους δεν έχουν οδηγήσει ποτέ πουθενά: καμμία σημαντική κοινωνική αλλαγή δεν επιτεύχθηκε ποτέ με εκλογές (εκτός αν θεωρήσουμε κοινωνική αλλαγή την προπολεμική άνοδο του φασισμού σε Γερμανία και Ιταλία, η οποία επιτεύχθηκε όντως με εκλογές…). Ενώ η αμυντική βία των κάθε είδους εξεγερμένων μπορεί να γίνει αποτελεσματικότατη αν συμμετάσχουν σε αυτή όλοι οι ιδιώτες (idiots), που ελαφρά τη καρδία, την απορρίπτουν:
Το πρόβλημα με τις μαθητικές ταραχές του περασμένου Δεκεμβρίου δεν ήταν η αμυντική βία μερικών δεκάδων χιλιάδων νέων, που τούς έχει επιφυλαχθεί μια άνευ προηγουμένου εκπαιδευτική, επαγγελματική, κοινωνική απαξίωση (και σαν να μην έφταναν αυτά, τούς δολοφονεί εν ψυχρώ η Αστυνομία), αλλά το ότι η αμυντική αυτή βία τους δεν υιοθετήθηκε και δεν καθολικεύθηκε από τούς, περί άλλων πραγμάτων τυρβάζοντες, γονείς τους.
Αντίθετα η γλώσσα της μυστικής, μεμονωμένης και «οργανωμένης» (=ετεροορμώμενης) βίας, είναι η ίδια η γλώσσα της εξουσιαστικής βίας, μια γλώσσα που το λεξιλόγιό της δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτό των κρατικών μυστικοεπιτελείων, παρά μόνο ως προς τον ψευτοϊδεολογικό φερετζέ (όταν ζητήθηκε από Η/Υ που επεξεργαζόταν στοιχεία σχετικά με την ιταλική «τρομοκρατία» να δώσει συνοπτικά χαρακτηριστικά των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η απάντηση ήταν το ακρωνύμιο «S.I.D.» δηλ. τα αρχικά των… Ιταλικών Μυστικών Υπηρεσιών!)(1). Η γλώσσα, τόσο της εξουσιαστικής, όσο και της «τρομοκρατικής» βίας στοχεύει στο να παροχετεύσει, να αμαυρώσει και εν τέλει να ελέγξει προκαταβολικά τη γνήσια «ανεξέλεγκτη» βία κάθε φορά, που υπάρχει φόβος να ξεσπάσει. Τα σύγχρονα εξεγερτικά κινήματα του Δυτικού Κόσμου (και δεν εννοούμε φυσικά τα διάφορα λενινοσταλινομαοϊκοτροτσκιστικά γκρουπούσκουλα), δεν αναγνώρισαν ποτέ ως τμήματά τους τις ένοπλες «επαναστατικές» οργανώσεις.
Ενώ μερικοί από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του σύγχρονου ελευθεριακού στοχασμού (Ντεμπόρ(1), Σανγκουινέτι(2), κ.α.) έχουν αποδείξει με ιστορικά, κοινωνικά αλλά και δικανικά επιχειρήματα, ότι: όλες ανεξαιρέτως οι «τρομοκρατικές» οργανώσεις (π.χ. Ερυθρές Ταξιαρχίες, Μπάαντερ-Μάινχοφ, 17 Νοέμβρη κλπ.) δεν υπήρξαν τίποτε παραπάνω από παραρτήματα των κατά τόπους Κ.Υ.Π. και οι «αγωνιστές» τους πράκτορες, ή –στην καλύτερη περίπτωση- αφελή πιόνια, επίσης των κατά τόπους Κ.Υ.Π..
Άτομα γνησίως επαναστατικών προθέσεων, που ενεπλάκησαν στην υπόθεση της «τρομοκρατίας», όπως ο γνωστός Μπόμυ Μπάουμαν (Γερμανία, αρχές δεκαετίας του 1970)(3), κατέδειξαν στα κείμενά τους, εκτός από τα ιδεολογικά, και τα πρακτικά καθημερινά της αδιέξοδα. Σήμερα κανείς -έντιμος πρώτα απʼ όλα με τον εαυτό του- εξεγερμένος, ή απλά «διαβασμένος» πολίτης των δυτικών κοινωνιών, δεν θεωρεί την «τρομοκρατία» ως κάτι παραπάνω από μια βρωμερή υπόθεση, εκπορευόμενη ευθέως από τις Μυστικές Υπηρεσίες.
Ενώ η φανερή, αυθόρμητη και γενικευμένη εξεγερτική δράση, είναι πάντοτε αποτελεσματική, ακόμα και όταν «αποτυγχάνει» (αφού, παρά τις εμπορευματικές διαστρεβλωτικές μυθοποιήσεις που της γίνονται, ασκεί μόνιμη επίδραση στην συλλογική μνήμη – βλ. γαλλικός Μάης).
Γιʼ αυτό, τα εισαγωγικά στην λέξη «τρομοκρατία» επιβάλλεται να μπαίνουν, αφού αυτή δεν είναι φτιαγμένη για να τρομοκρατεί αυτούς που πρέπει (δηλ. την Εξουσία), αλλά να αηδιάζει όσους έχουν προδιάθεση προς την εξέγερση και να συσπειρώνει γύρω από την Εξουσία (πολιτικάντηδες, αστυνομικούς, παπάδες, δικαστές κ.λ.π.) την χαμερπή αγέλη τών «φιλήσυχων νοικοκυραίων».
Η μακρά διαπλοκή του νεοελληνικού Κράτους με την «Τρομοκρατία»
Ίσως αναρωτηθούν πολλοί: μα είναι δυνατόν αυτό το καταγέλαστο, αναξιόπιστο, «ανύπαρκτο», «διαλυμένο» νεοελληνικό κράτος, να διακρίνει διορατικά σε τέτοιο βάθος χρόνου και να προμελετά με τέτοια επιμέλεια τις ενέργειές του;
Το νεοελληνικό κράτος ας μήν το υποτιμάμε καθόλου. Το νεοελληνικό κράτος κάνει τα πάντα, για να νομίζουμε, ότι είναι αξιοθρήνητο. Θέλει να πιστεύουμε, ότι η «τρομοκρατία» είναι γνησίως επαναστατική κι ότι αυτό είναι ένα ανυπεράσπιστο ορφανό μπροστά της (το οποίο, κατόπιν τούτου, «νομιμοποιείται» να εφαρμόσει στην κοινωνία μέτρα, που παραπέμπουν σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου).
Ωστόσο το νεοελληνικό κράτος είναι το πρώτο τριτοκοσμικό κράτος στον κόσμο, που έστησε έναν αειθαλή πανίσχυρο μηχανισμό μυστικότητας, από τη δεκαετία του 1830 ήδη. Ο μηχανισμός αυτός, που αργότερα ονομάστηκε από τους ιστορικούς «παρακράτος», στήθηκε με τη βοήθεια Ρώσων τσαρικών πρακτόρων και Ορθόδοξης Εκκλησίας, στρατολόγησε και εκπαίδευσε πράκτορες από όλο το φάσμα της Δημόσιας Διοίκησης και της κοινωνίας, και φυσικά ένοπλους επαγγελματίες προβοκάτορες. Είχε σαν στόχο την εκτροπή της πορείας της νεοελληνικής κοινωνίας από την διαφαινόμενη εκκοσμίκευση και τον εκδυτικισμό της προς μια «ήπια» θεοκρατία, μια οικονομία νεοφεουδαρχικού χαρακτήρα και, γενικότερα, μια κοινωνία νεοβυζαντινού τύπου (με ένα παραπλανητικό ωστόσο επίχρισμα ψευδοαστικού ψευδοεκσυγχρονισμού).
Με ξυλοδαρμούς, δολοφονίες, χτυπήματα ένοπλων ομάδων, προβοκάτσιες, δίκες-οπερέττες (όπως π.χ. αυτή τού Θεόφιλου Καϊρη) και με κάθε άλλου είδους σκηνοθεσία (δηλ. με τους ίδιους σημερινούς τρόπους), το παρακράτος κατέστησε σαφές στην μετεπαναστατική κοινωνία (και κυρίως στούς εν Ελλάδι υποστηρικτές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού) «ποιός είναι το αφεντικό»(4). Μέσω του παρακράτους κρατήθηκαν στην εξουσία οι μεσαιωνικές κοινωνικές δυνάμεις, που κυβερνούσαν επί Βυζαντίου (φεουδάρχες και φοροεισπράκτορες -δηλ. οι μετέπειτα κοτσαμπασήδες- Εκκλησία κ.ά.), οι οποίες γύρω στον 15ο αιώνα, όταν ένιωθαν να απειλούνται από την πολιτισμική απομεσαιωνοποίηση της Δύσης, δεν δίστασαν να παζαρέψουν την επικράτειά τους με τους Οθωμανούς μεταλλασσόμενοι σε τοποτηρητές και φοροεισπράκτορες του νέου καθεστώτος (ενώ όταν ξέσπασε η Επανάσταση, νιώθοντας δικαιολογημένα ότι απειλείται ξανά η ισχύς τους, οι επίσκοποί τους ανέλαβαν να την αφορίσουν. Διαβάστε: «Τα πλήρη κείμενα των τριών αφορισμών του ’21 από τον Γρηγόριο Ε΄», «Οι πατριαρχικοί αφορισμοί Μπουμπουλίνας, αρματολών, “κακούργων” Σουλιωτών κ.λπ. κ.λπ.»).
Ο μηχανισμός του «παρακράτους», αποτελεί την πρώτη μυστική υπηρεσία του νεοελληνικού κράτους και φυσικά δεν διαλύθηκε μόλις πέτυχε τον αρχικό σκοπό του (δηλ. την εκ νέου βυζαντινοποίηση της νεοελληνικής κοινωνίας) αλλά, παρέμεινε και για άλλες μελλοντικές «χρήσεις».
Αυτό σημαίνει, ότι το νεοελληνικό κράτος, όχι απλώς έχει τεράστια ιστορική εμπειρία σε κάθε είδους ενδοκοινωνικές μεθοδεύσεις, μυστικότητες, μυστικές υπηρεσίες, προβοκάτσιες κ.λπ., αλλά αποτελεί και το πρώτο τριτοκοσμικό κράτος, που έστησε αληθινές και υποδειγματικές Μυστικές Υπηρεσίες. Γιατί όλες οι Μυστικές Υπηρεσίες του στήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τον πρωτογενή «παρακρατικό» του βραχίονα και αξιοποιούν την τεράστια ιστορική εμπειρία του. Το νεοελληνικό κράτος είναι λοιπόν όχι απλώς συνυφασμένο, αλλά δίδυμο (και μάλιστα σιαμαίο) με την έννοια του παρακράτους και των μυστικών υπηρεσιών. Και έτσι, όσο πιο «διαλυμένο» και αξιοθρήνητο θέλει να περνιέται προς τα έξω το νεοελληνικό κράτος, τόσο πιο αριστοτεχνικά οργανώνει στο εσωτερικό του την «τρομοκρατία».
Για να την εξαπολύσει λίγο αργότερα, με τον πλέον επικοινωνιακό τρόπο, τρομοκρατώντας τους νοικοκυραίους, που το στηρίζουν (ανεξαρτήτως της εκάστοτε -διακοσμητικής- κυβέρνησης, που οι ίδιοι ψήφισαν για να το διαχειρίζεται). Το «αδύναμο» μπροστά στην «τρομοκρατία» κράτος, είναι λοιπόν ένας ρόλος που συμπληρώνει την «τρομοκρατία» και τρομοκρατεί τους ιδιώτες εξίσου με την ίδια την «τρομοκρατία».
Έκτοτε (δηλ. από τη δεκαετία του 1830) το νεοελληνικό κράτος έχει χρησιμοποιήσει την τρομοκρατία-προβοκάτσια συνεχώς και αδιαλλείπτως: από τις πρώτες εργατικές εξεγέρσεις του 20ου αιώνα μέχρι και την συχνά ταραγμένη μεταπολιτευτική περίοδο, οι επαγγελματίες «τρομοκράτες» σκοτώνουν πότε έναν αντικαταστάσιμο κομματικό δελφίνο, ασήμαντο για την ομαλή διεξαγωγή του πολιτικού θεάματος (βλ. 1989, δολοφονία Μπακογιάννη από το μακροβιότερο και άρτι αποσυρθέν ένοπλο παρακρατικό κλιμάκιο, που αυτοαποκαλείτο «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη»), πότε τραυματίζουν σοβαρά έναν εξίσου ασήμαντο και αναλώσιμο αστυνομικό (π.χ. συνήθης πρακτική στις προπολεμικές εργατικές ταραχές της Θεσσαλονίκης(5), αλλά και πρόσφατα με τον πυροβολισμό αστυνομικού των Μ.Α.«Τ.», τον Δεκέμβριο του 2008, από το νεοσυσταθέν παρακρατικό παράρτημα που αυτοαποκαλείται… «Επαναστατικός Αγώνας»)(6). Αλλά ποτέ οι «τρομοκράτες» δεν χτυπούν αυτούς, που -σύμφωνα με τη δική τους λογική (δηλαδή των «τρομοκρατών»)- θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αυτονόητοι στόχοι, π.χ. τους υπουργούς, που αποφαίνονται πόσο εξευτελιστικός θα είναι ο εθνικός βασικός μισθός (και άρα το κατώτατο όριο διαβίωσης) σε αυτή τη χώρα(7). Ή εκείνους, που υπογράφουν σωρηδόν άδειες «αξιοποίησης» των εμπρησθέντων εκτάσεων π.χ. της Πελοποννήσου από μεγάλα «ψυχαγωγικά» συμφέροντα. Ή τον αρχισυμμορίτη κάποιου από τα τόσα καρτέλ που ως γνωστόν έχουν διαμελίσει τη χώρα σε ζώνες οικονομικής επιρροής με την ανοχή όλων των νεοελληνικών κυβερνήσεων. Ή έναν εκπρόσωπο του μεγαλύτερου καταπατητή – οικονομικού κολοσσού της χώρας και ουσιαστικού ιδρυτή του παρακράτους(4), της Εκκλησίας Α.Ε..
Οι εξεγέρσεις δεν έχουν ανάγκη
τη «μυστικότητα» των αυτόκλητων «επαναστατών»
Καμμίας εξέγερσης δεν προηγήθηκαν «προειδοποιητικές» «τρομοκρατικές» ενέργειες, ή κομματικές, ή τρομοκρατικές ή άλλες οργανώσεις. Κι όποτε συνέβησαν τέτοιες ενέργειες, ήταν πάντα κατασκευασμένες κατά παραγγελία της Εξουσίας, η οποία πάντα επιδίωκε να έχει το πάνω χέρι τόσο ως προς τον τρόπο εκφοράς της βίας, όσο και ως προς την εικόνα της. Γιατί η Εξουσία χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από την επιθυμία της να κατέχει το μονοπώλιο της βίας, τόσο τής κατασταλτικής, όσο και της υποτιθέμενης «επαναστατικής» και «τρομοκρατικής». Οι μορφές βίας, που ξεφεύγουν από τον έλεγχό της (δηλ. η εξής μία: η αυθόρμητη, φανερή και γενικευμένη βία των εξεγερμένων) την τρομοκρατούν με τρόπο, που ούτε ο πιό ακριβοπληρωμένος επικοινωνιολόγος δεν μπορεί να «διαχειριστεί» υπέρ της.
Οι εξεγέρσεις ξεσπούσαν ανέκαθεν αυθόρμητα, σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς καμμία απολύτως προειδοποίηση. Ξεσπούσαν, όταν κανείς φιλήσυχος νοικοκυραίος δεν τις περίμενε, κανείς μίσθαρνος επικοινωνιολόγος δεν τις προέβλεψε και όταν απλώς υπήρχε κάποια μυρωδιά «καμένου» στον -κοινωνικό- αέρα (όπως σήμερα στην νεοελλάδα). Αυτό είναι και το ιστορικό κριτήριο της αυθεντικότητάς τους. Μερικές από αυτές, μάλιστα, διήρκεσαν πέρα από κάθε προσδοκία και επέδρασαν καθοριστικά στις κοινωνίες στις οποίες εκδηλώθηκαν (όπως η σχεδόν παγκόσμια εξέγερση των νέων στη δεκαετία του 1960).
Μια οργισμένη και απρόβλεπτη διαδήλωση είναι σαν μια κινούμενη αυτεξούσια πολιτική κοινότητα, η οποία αποφασίζει φανερά και αυτοστιγμεί τις δράσεις της, διαχειρίζεται και αναπροσαρμόζει η ίδια την βία της και την οποία κανείς κατά φαντασίαν «ειδικός της επαναστατικής βίας» (βλ. «τρομοκράτης») δεν μπορεί να «εκφράσει» ασκώντας την δική του μυστική και μεμονωμένη βία.
«Το ένα χέρι νίβει τʼ άλλο και τα δυό το πρόσωπο (της «άσπιλης» εξουσίας)»: Το κουκουλοφόρο (παρα)κράτος κουκουλώνει όσες κοινωνικές αντιδράσεις δεν μπορεί να ελέγξει, χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή μέθοδο της προβοκάτσιας. Ενώ, εκ παραλλήλου, το επίσης κουκουλοφόρο «επίσημο» κράτος κουκουλώνει την διαπλοκή και την διαφθορά των αξιωματούχων του.
Θα ήταν ευεργετικό για τις γενιές που έρχονται άν η νεοελληνική κοινωνία διχαζόταν σήμερα από έναν πραγματικό κοινωνικό -«εμφύλιο»- πόλεμο (και όχι συμμοριτοπόλεμο δεξιών και αριστερών συμμοριών), ο οποίος όμως δεν θα διεξαχθεί σε τίποτα έρημα βουνά, αλλά μέσα στους δρόμους των πόλεων. Έναν αμετάκλητο διχασμό ανάμεσα σε αυτούς, που δικαιούνται μια ορθολογική κοινωνία Δικαίου και Πρόνοιας και σε εκείνους που έχουν βολευτεί σε μια νεοφιλελεύθερη ζούγκλα ενισχυμένη με την βυζαντινή διαφθορά, την βυζαντινή υλική υπανάπτυξη, τον βυζαντινό αντιπαραγωγικό χρηματοοικονομικό παρασιτισμό, το βυζαντινό φοροληστρικό σύστημα, την βυζαντινή (βλ. ιδιωτική) παραπαιδεία, την βυζαντινή (βλ. ιδιωτική) παραϋγεία, τον βυζαντινό αδιάφορο δημόσιο τομέα, την βυζαντινή εργασιακή δουλοπαροικία, και, προπάντων, την βυζαντινή υποκρισία, που προσποιείται πως καταγγέλει τα παραπάνω.
Θα ήταν πραγματικά ευεργετικό να μάθουν όλοι σε αυτή τη χώρα ποιά είναι τα συμφέροντά τους (όπως αυτοί που τα ξέρουν ήδη) και να υπάρξει μια μακρά περίοδος αποσταθεροποίησης του σταθεροποιημένου βολέματος κάποιων «γνωστών-αγνώστων» νεοκοτσαμπασήδων.
Θα ήταν πραγματικά ευεργετικό να συμβεί και για τη νεοελληνική κοινωνία αυτό που είπε κάποτε ο Γκυ Ντεμπόρ: να χωριστεί αυτή σε δύο «κόμματα» εκ των οποίων το ένα να επιθυμεί την καταστροφή της.
Γιατί δεν μας χωρά και τους δύο ο τόπος.
Να γιατί το κράτος ξαναστήνει την υπόθεση «τρομοκρατία»: για να μην το δούμε ποτέ αυτό το «έργο». Ή, όπως το είχε διατυπώσει με αρχαιοελληνκή συλλογιστική καθαρότητα ο Επίκουρος πριν από είκοσι τρεις αιώνες:
«Δεν είναι δυνατόν να μην φοβάται κάποιος που προκαλεί τον φόβο».
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
Και ξαφνικά (;) ξαναπήξαμε από αυτόκλητους «τιμωρούς» της Εξουσίας, «λαϊκούς εκδικητές», «σωτήρες» των αδικημένων και λοιπούς τρομοκρατίσκους της συμφοράς. Εκεί που το νεοελληνικό κράτος το 2004, εν όψει φυσικά Ολυμπιακών Παιχνιδιών (Οlympic Games), είχε αποφασίσει να σκηνοθετήσει την «εξάρθρωση» της «Tρομοκρατίας» -την οποία είχε στήσει και συντηρούσε καθʼ όλη τη διάρκεια της Mεταπολίτευσης- τώρα αποφάσισε να την ξαναβγάλει από τη ναφθαλίνη.
Η αιτία γιʼ αυτή την επιλογή των αφεντικών της νεοελληνικής κοινωνίας μόνο μια μπορεί να είναι: o κοινωνικός πόλεμος στην Ελλάδα ενδέχεται να ξεσπάσει με απρόβλεπτη σφοδρότητα. Η μαθητική εξέγερση του περασμένου Δεκεμβρίου (2008), η οποία, αν και ημιτελής, εξάντλησε όλο το απόθεμα δακρυγόνων της Aστυνομίας (και υποχρέωσε σε εσπευσμένη εισαγωγή νέου «υλικού»), ήταν απλώς ένα από τα προεόρτια, τα οποία το μόνο που δείχνουν είναι ακριβώς, ότι το ενδεχόμενο απρόβλεπτης όξυνσης του κοινωνικού πολέμου παραμένει ανοιχτό. Αυτό είναι κάτι, που για τους κρατούντες, πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί.
» από το στόμα και Για την κοινωνική δυσαρέσκεια (και ιδιαίτερα γιʼ αυτήν της νεολαίας) δεν φταίει φυσικά ούτε η διεθνής οικονομική «κρίση», ούτε κάποια άλλη από αυτές τις σχεδόν μεταφυσικές αοριστίες, που μηρυκάζουν με ψευδοεπιστημονικό ύφος οι επικοινωνιολόγοι (βλ. ευνούχοι) της Εξουσίας (ακόμα κι αν τους βγάλει κανείς την καραμέλα της «οικονομικής κρίσηςτούς βάλει να μιλήσουν π.χ. για Aστρολογία, πάλι το ίδιο επιστημονικοφανές ύφος θα έχουν –άλλωστε γιʼ αυτό το ύφος τους πληρώνονται). Το μόνο που φταίει είναι η πρωτοφανής (ακόμα και για μια τριτοκοσμική χώρα σαν την Νεοελλάδα) απληστία των νεοκοτσαμπασήδων, που λυμαίνονται απροκάλυπτα τη χώρα (όπως ακριβώς έκαναν οι πρόγονοί τους τής «τουρκοκρατίας» και του Βυζαντίου. Διαβάστε: «Από τους Τουρκόφιλους ανθενωτικούς του Βυζαντίου, στους σημερινούς Ρωμηούς “μάνατζερς”»).
Πότε ένα Κράτος καταφεύγει στην Τρομοκρατία
Υπό το φόβο λοιπόν της κοινωνικής δυσαρέσκειας, που συσσωρεύεται περιμένοντας την ώρα να ξεσπάσει, το νεοελληνικό κράτος αποφάσισε να παίξει ξανά το χαρτί της «Τρομοκρατίας». Άλλωστε πρόκειται για δοκιμασμένη συνταγή, την οποία έχει εφαρμόσει και το, καταταλαιπωρημένο από τον κοινωνικό πόλεμο, Ιταλικό κράτος, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1970.
Είναι ιστορικώς διαπιστωμένο από όλες τις κοινωνικές εξεγέρσεις, που έχουν εκδηλωθεί μεταπολεμικά στο Δυτικό Κόσμο (π.χ. Μάης του ʼ68, Η.Π.Α., Πολυτεχνείο 1973, προπέρσινες ταραχές στη Γαλλία και, όπως ξαναεπιβεβαιώθηκε, από τις εδώ μαθητικές ταραχές τού προηγούμενου Δεκεμβρίου), ότι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει -και φοβάται- η Εξουσία είναι αυτή της αυθόρμητης (=αυτοορμώμενης), φανερής και γενικευμένης βίας. Δηλ. της βίας των οδοφραγμάτων, όπου η ρήση «βία στη βία της Εξουσίας» αποκτά την ολόπλευρη εκπλήρωσή της. Αλλά και της εξίσου αυθόρμητης και φανερής βίας τών απαλλοτριώσεων τού υπεξαιρεθέντος κοινωνικού πλούτου και τής ορθολογικότερης αναδιανομής του (βλ. τις αναδιανεμητικές εξορμήσεις των αναρχικών, που ψυχραιμότατα ξαλαφρώνουν τα ράφια των σούπερ μάρκετς και επαναδιοχετεύουν το κοινωνικό προϊόν στην αυτονόητη κοινωφελή του ροή, π.χ. προς τους λιμοκτονούντες -και εγκαταλελειμμένους σαν σκυλιά στην τύχη τους-συνταξιούχους).
Η γλώσσα της αυθόρμητης, φανερής και γενικευμένης βίας είναι η μόνη γλώσσα που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί και να αλλοιώσει η Εξουσία. Π.χ. όταν η βία των εξεγερμένων στοχεύει αυθόρμητα, φανερά και γενικευμένα σε ναούς της τοκογλυφίας, της διαφθοράς, ή της χαζοχαρούμενης εικονικής ψευδοευημερίας -τράπεζες, υπουργεία της «μίζας», πολυκαταστήματα κ.λπ. (ακόμα και εκκλησίες –δηλ. παγκαροφυλάκια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- «μπογιάτισαν» οι «αθεόφοβοι» μαθητές τον Δεκέμβριο του 2008) τότε οι απαρχαιωμένες προβοκάτσιες των κουκουλοασφαλιτών, που σπάνε άσχετα μικρομάγαζα και μετά σκηνοθετούν τη λεηλασία τους φωνάζοντας εξαθλιωμένους μετανάστες για να πλιατσικολογήσουν, δεν επαρκούν για να σπιλώσουν επικοινωνιακά την – ευρέως αποδεκτή πλέον- βία των εξεγερμένων. Είναι ευκολονόητο, ότι μια οργισμένη διαδήλωση μερικών χιλιάδων, που θα σπάσουν φανερά και στοχευμένα, απλώς την γυάλινη πρόσοψη π.χ. μιας τοκογλυφικής εταιρείας (=τράπεζας) και που θα φωνάξουν μερικά άγρια συνθήματα, καταφέρνει πολύ περισσότερα πράγματα από μια προβοκάτσια εκπαιδευμένων βομβιστών, που θα ανατινάξει ανούσια το εσωτερικό τού υποκαταστήματος της εν λόγω εταιρείας. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι ο εντυπωσιασμός μέσω της βίας, αλλά μιά βία, που θα λειτουργήσει ως αυθόρμητο, φανερό και γενικευμένο απειλητικό μήνυμα προς την Εξουσία, ότι «έρχονται κρεμάλες». Επίσης η αναδιανομή του «εθνικού προϊόντος», το οποίο υπεξαιρείται π.χ. από το καρτέλ των σούπερ μάρκετς (προϊόν, το οποίο αποκαλείται υποκριτικά από τους οικονομολόγους «εθνικό» μόνο όταν παράγεται, ενώ όταν έρχεται η ώρα της διανομής του, μετατρέπεται ως δια μαγείας σε… εμπόρευμα) καταφέρνει να παραδειγματίσει καταλυτικά, σε αντίθεση με μια προβοκατόρικη λεηλασία ενός μικρομάγαζου.
Η (παρα)κρατική Πέμπτη Φάλαγγα σε πλήρη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια των πανελλαδικών μαθητικών ταραχών του Δεκεμβρίου 2008: κουκουλοφόροι προβοκάτορες αστυνομικοί με λοστούς στα χέρια έτοιμοι να σπάσουν άσχετα μικρομάγαζα (βλ. «ο θάνατος του εμποράκου»). Έτσι θα εξάψουν το μελοδραματικό χριστιανοφιλάνθρωπο θυμικό των Ρωμηών. Σε όσους διαθέτουν την κοινή λογική, οι πρακτικές αυτές της Αστυνομίας ήσαν ανέκαθεν γνωστές. Ενώ η δημοσιογραφική υποκρισία τις «ανακάλυψε» πρόσφατα και μόνο κάτω από την ασφυκτική πίεση της ελεύθερης και αδέσμευτης Διαδικτυακής ενημέρωσης, απʼ όπου προέρχεται και η εικονογράφηση του άρθρου.
Βέβαια, η μοιρολατρεία και η παθητικότητα των κάθε είδους νοικοκυραίων θα «καταδικάσει» γενικώς και αορίστως την βία «από όπου κι άν προέρχεται», ως δήθεν αδιέξοδη («καταδίκη» μόνο στα λόγια, αφού δεν μπορούν να επιβάλλουν καμία ποινή). Θα παρακάμψουν υποκριτικά το πρόβλημα: ότι η πρωταρχική, η γενεσιουργός βία, είναι παντού και πάντα η εξουσιαστική. Εκτελώντας τον προγραμματισμό, που τούς έχουν εμβάλλει, θα κατευθύνουν την οργή τους εναντίον του εύκολου στόχου, δηλαδή της βίας των εκάστοτε εξεγερμένων (δηλ. συνήθως εναντίον των νέων). Και θα τούς υποδείξουν επιτιμητικά τούς «ειρηνικούς» (και απολύτως ελεγχόμενους και δρομολογημένους από το Σύστημα) τρόπους αντίδρασης, όπως π.χ. η …ψήφος και ο (κατόπιν εορτής…) κοινωνικός διάλογος (τον οποίο η ίδια η εξουσία είχε a priori απορρίψει, οδηγώντας έτσι τα πράγματα στη σύγκρουση, την οποία είχε ως ενδεχόμενο υποτιμήσει).
Ας υπενθυμίσουμε όμως, ότι οι διάφοροι ειρηνικοί τρόποι αντίδρασης στην ασυδοσία των εξουσιών (όπως π.χ. η ψήφος) παρά την μαζικότητά τους δεν έχουν οδηγήσει ποτέ πουθενά: καμμία σημαντική κοινωνική αλλαγή δεν επιτεύχθηκε ποτέ με εκλογές (εκτός αν θεωρήσουμε κοινωνική αλλαγή την προπολεμική άνοδο του φασισμού σε Γερμανία και Ιταλία, η οποία επιτεύχθηκε όντως με εκλογές…). Ενώ η αμυντική βία των κάθε είδους εξεγερμένων μπορεί να γίνει αποτελεσματικότατη αν συμμετάσχουν σε αυτή όλοι οι ιδιώτες (idiots), που ελαφρά τη καρδία, την απορρίπτουν:
Το πρόβλημα με τις μαθητικές ταραχές του περασμένου Δεκεμβρίου δεν ήταν η αμυντική βία μερικών δεκάδων χιλιάδων νέων, που τούς έχει επιφυλαχθεί μια άνευ προηγουμένου εκπαιδευτική, επαγγελματική, κοινωνική απαξίωση (και σαν να μην έφταναν αυτά, τούς δολοφονεί εν ψυχρώ η Αστυνομία), αλλά το ότι η αμυντική αυτή βία τους δεν υιοθετήθηκε και δεν καθολικεύθηκε από τούς, περί άλλων πραγμάτων τυρβάζοντες, γονείς τους.
Αντίθετα η γλώσσα της μυστικής, μεμονωμένης και «οργανωμένης» (=ετεροορμώμενης) βίας, είναι η ίδια η γλώσσα της εξουσιαστικής βίας, μια γλώσσα που το λεξιλόγιό της δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτό των κρατικών μυστικοεπιτελείων, παρά μόνο ως προς τον ψευτοϊδεολογικό φερετζέ (όταν ζητήθηκε από Η/Υ που επεξεργαζόταν στοιχεία σχετικά με την ιταλική «τρομοκρατία» να δώσει συνοπτικά χαρακτηριστικά των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η απάντηση ήταν το ακρωνύμιο «S.I.D.» δηλ. τα αρχικά των… Ιταλικών Μυστικών Υπηρεσιών!)(1). Η γλώσσα, τόσο της εξουσιαστικής, όσο και της «τρομοκρατικής» βίας στοχεύει στο να παροχετεύσει, να αμαυρώσει και εν τέλει να ελέγξει προκαταβολικά τη γνήσια «ανεξέλεγκτη» βία κάθε φορά, που υπάρχει φόβος να ξεσπάσει. Τα σύγχρονα εξεγερτικά κινήματα του Δυτικού Κόσμου (και δεν εννοούμε φυσικά τα διάφορα λενινοσταλινομαοϊκοτροτσκιστικά γκρουπούσκουλα), δεν αναγνώρισαν ποτέ ως τμήματά τους τις ένοπλες «επαναστατικές» οργανώσεις.
Ενώ μερικοί από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του σύγχρονου ελευθεριακού στοχασμού (Ντεμπόρ(1), Σανγκουινέτι(2), κ.α.) έχουν αποδείξει με ιστορικά, κοινωνικά αλλά και δικανικά επιχειρήματα, ότι: όλες ανεξαιρέτως οι «τρομοκρατικές» οργανώσεις (π.χ. Ερυθρές Ταξιαρχίες, Μπάαντερ-Μάινχοφ, 17 Νοέμβρη κλπ.) δεν υπήρξαν τίποτε παραπάνω από παραρτήματα των κατά τόπους Κ.Υ.Π. και οι «αγωνιστές» τους πράκτορες, ή –στην καλύτερη περίπτωση- αφελή πιόνια, επίσης των κατά τόπους Κ.Υ.Π..
Άτομα γνησίως επαναστατικών προθέσεων, που ενεπλάκησαν στην υπόθεση της «τρομοκρατίας», όπως ο γνωστός Μπόμυ Μπάουμαν (Γερμανία, αρχές δεκαετίας του 1970)(3), κατέδειξαν στα κείμενά τους, εκτός από τα ιδεολογικά, και τα πρακτικά καθημερινά της αδιέξοδα. Σήμερα κανείς -έντιμος πρώτα απʼ όλα με τον εαυτό του- εξεγερμένος, ή απλά «διαβασμένος» πολίτης των δυτικών κοινωνιών, δεν θεωρεί την «τρομοκρατία» ως κάτι παραπάνω από μια βρωμερή υπόθεση, εκπορευόμενη ευθέως από τις Μυστικές Υπηρεσίες.
Ενώ η φανερή, αυθόρμητη και γενικευμένη εξεγερτική δράση, είναι πάντοτε αποτελεσματική, ακόμα και όταν «αποτυγχάνει» (αφού, παρά τις εμπορευματικές διαστρεβλωτικές μυθοποιήσεις που της γίνονται, ασκεί μόνιμη επίδραση στην συλλογική μνήμη – βλ. γαλλικός Μάης).
Γιʼ αυτό, τα εισαγωγικά στην λέξη «τρομοκρατία» επιβάλλεται να μπαίνουν, αφού αυτή δεν είναι φτιαγμένη για να τρομοκρατεί αυτούς που πρέπει (δηλ. την Εξουσία), αλλά να αηδιάζει όσους έχουν προδιάθεση προς την εξέγερση και να συσπειρώνει γύρω από την Εξουσία (πολιτικάντηδες, αστυνομικούς, παπάδες, δικαστές κ.λ.π.) την χαμερπή αγέλη τών «φιλήσυχων νοικοκυραίων».
Η μακρά διαπλοκή του νεοελληνικού Κράτους με την «Τρομοκρατία»
Ίσως αναρωτηθούν πολλοί: μα είναι δυνατόν αυτό το καταγέλαστο, αναξιόπιστο, «ανύπαρκτο», «διαλυμένο» νεοελληνικό κράτος, να διακρίνει διορατικά σε τέτοιο βάθος χρόνου και να προμελετά με τέτοια επιμέλεια τις ενέργειές του;
Το νεοελληνικό κράτος ας μήν το υποτιμάμε καθόλου. Το νεοελληνικό κράτος κάνει τα πάντα, για να νομίζουμε, ότι είναι αξιοθρήνητο. Θέλει να πιστεύουμε, ότι η «τρομοκρατία» είναι γνησίως επαναστατική κι ότι αυτό είναι ένα ανυπεράσπιστο ορφανό μπροστά της (το οποίο, κατόπιν τούτου, «νομιμοποιείται» να εφαρμόσει στην κοινωνία μέτρα, που παραπέμπουν σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου).
Ωστόσο το νεοελληνικό κράτος είναι το πρώτο τριτοκοσμικό κράτος στον κόσμο, που έστησε έναν αειθαλή πανίσχυρο μηχανισμό μυστικότητας, από τη δεκαετία του 1830 ήδη. Ο μηχανισμός αυτός, που αργότερα ονομάστηκε από τους ιστορικούς «παρακράτος», στήθηκε με τη βοήθεια Ρώσων τσαρικών πρακτόρων και Ορθόδοξης Εκκλησίας, στρατολόγησε και εκπαίδευσε πράκτορες από όλο το φάσμα της Δημόσιας Διοίκησης και της κοινωνίας, και φυσικά ένοπλους επαγγελματίες προβοκάτορες. Είχε σαν στόχο την εκτροπή της πορείας της νεοελληνικής κοινωνίας από την διαφαινόμενη εκκοσμίκευση και τον εκδυτικισμό της προς μια «ήπια» θεοκρατία, μια οικονομία νεοφεουδαρχικού χαρακτήρα και, γενικότερα, μια κοινωνία νεοβυζαντινού τύπου (με ένα παραπλανητικό ωστόσο επίχρισμα ψευδοαστικού ψευδοεκσυγχρονισμού).
Με ξυλοδαρμούς, δολοφονίες, χτυπήματα ένοπλων ομάδων, προβοκάτσιες, δίκες-οπερέττες (όπως π.χ. αυτή τού Θεόφιλου Καϊρη) και με κάθε άλλου είδους σκηνοθεσία (δηλ. με τους ίδιους σημερινούς τρόπους), το παρακράτος κατέστησε σαφές στην μετεπαναστατική κοινωνία (και κυρίως στούς εν Ελλάδι υποστηρικτές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού) «ποιός είναι το αφεντικό»(4). Μέσω του παρακράτους κρατήθηκαν στην εξουσία οι μεσαιωνικές κοινωνικές δυνάμεις, που κυβερνούσαν επί Βυζαντίου (φεουδάρχες και φοροεισπράκτορες -δηλ. οι μετέπειτα κοτσαμπασήδες- Εκκλησία κ.ά.), οι οποίες γύρω στον 15ο αιώνα, όταν ένιωθαν να απειλούνται από την πολιτισμική απομεσαιωνοποίηση της Δύσης, δεν δίστασαν να παζαρέψουν την επικράτειά τους με τους Οθωμανούς μεταλλασσόμενοι σε τοποτηρητές και φοροεισπράκτορες του νέου καθεστώτος (ενώ όταν ξέσπασε η Επανάσταση, νιώθοντας δικαιολογημένα ότι απειλείται ξανά η ισχύς τους, οι επίσκοποί τους ανέλαβαν να την αφορίσουν. Διαβάστε: «Τα πλήρη κείμενα των τριών αφορισμών του ’21 από τον Γρηγόριο Ε΄», «Οι πατριαρχικοί αφορισμοί Μπουμπουλίνας, αρματολών, “κακούργων” Σουλιωτών κ.λπ. κ.λπ.»).
Ο μηχανισμός του «παρακράτους», αποτελεί την πρώτη μυστική υπηρεσία του νεοελληνικού κράτους και φυσικά δεν διαλύθηκε μόλις πέτυχε τον αρχικό σκοπό του (δηλ. την εκ νέου βυζαντινοποίηση της νεοελληνικής κοινωνίας) αλλά, παρέμεινε και για άλλες μελλοντικές «χρήσεις».
Αυτό σημαίνει, ότι το νεοελληνικό κράτος, όχι απλώς έχει τεράστια ιστορική εμπειρία σε κάθε είδους ενδοκοινωνικές μεθοδεύσεις, μυστικότητες, μυστικές υπηρεσίες, προβοκάτσιες κ.λπ., αλλά αποτελεί και το πρώτο τριτοκοσμικό κράτος, που έστησε αληθινές και υποδειγματικές Μυστικές Υπηρεσίες. Γιατί όλες οι Μυστικές Υπηρεσίες του στήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τον πρωτογενή «παρακρατικό» του βραχίονα και αξιοποιούν την τεράστια ιστορική εμπειρία του. Το νεοελληνικό κράτος είναι λοιπόν όχι απλώς συνυφασμένο, αλλά δίδυμο (και μάλιστα σιαμαίο) με την έννοια του παρακράτους και των μυστικών υπηρεσιών. Και έτσι, όσο πιο «διαλυμένο» και αξιοθρήνητο θέλει να περνιέται προς τα έξω το νεοελληνικό κράτος, τόσο πιο αριστοτεχνικά οργανώνει στο εσωτερικό του την «τρομοκρατία».
Για να την εξαπολύσει λίγο αργότερα, με τον πλέον επικοινωνιακό τρόπο, τρομοκρατώντας τους νοικοκυραίους, που το στηρίζουν (ανεξαρτήτως της εκάστοτε -διακοσμητικής- κυβέρνησης, που οι ίδιοι ψήφισαν για να το διαχειρίζεται). Το «αδύναμο» μπροστά στην «τρομοκρατία» κράτος, είναι λοιπόν ένας ρόλος που συμπληρώνει την «τρομοκρατία» και τρομοκρατεί τους ιδιώτες εξίσου με την ίδια την «τρομοκρατία».
Έκτοτε (δηλ. από τη δεκαετία του 1830) το νεοελληνικό κράτος έχει χρησιμοποιήσει την τρομοκρατία-προβοκάτσια συνεχώς και αδιαλλείπτως: από τις πρώτες εργατικές εξεγέρσεις του 20ου αιώνα μέχρι και την συχνά ταραγμένη μεταπολιτευτική περίοδο, οι επαγγελματίες «τρομοκράτες» σκοτώνουν πότε έναν αντικαταστάσιμο κομματικό δελφίνο, ασήμαντο για την ομαλή διεξαγωγή του πολιτικού θεάματος (βλ. 1989, δολοφονία Μπακογιάννη από το μακροβιότερο και άρτι αποσυρθέν ένοπλο παρακρατικό κλιμάκιο, που αυτοαποκαλείτο «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη»), πότε τραυματίζουν σοβαρά έναν εξίσου ασήμαντο και αναλώσιμο αστυνομικό (π.χ. συνήθης πρακτική στις προπολεμικές εργατικές ταραχές της Θεσσαλονίκης(5), αλλά και πρόσφατα με τον πυροβολισμό αστυνομικού των Μ.Α.«Τ.», τον Δεκέμβριο του 2008, από το νεοσυσταθέν παρακρατικό παράρτημα που αυτοαποκαλείται… «Επαναστατικός Αγώνας»)(6). Αλλά ποτέ οι «τρομοκράτες» δεν χτυπούν αυτούς, που -σύμφωνα με τη δική τους λογική (δηλαδή των «τρομοκρατών»)- θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αυτονόητοι στόχοι, π.χ. τους υπουργούς, που αποφαίνονται πόσο εξευτελιστικός θα είναι ο εθνικός βασικός μισθός (και άρα το κατώτατο όριο διαβίωσης) σε αυτή τη χώρα(7). Ή εκείνους, που υπογράφουν σωρηδόν άδειες «αξιοποίησης» των εμπρησθέντων εκτάσεων π.χ. της Πελοποννήσου από μεγάλα «ψυχαγωγικά» συμφέροντα. Ή τον αρχισυμμορίτη κάποιου από τα τόσα καρτέλ που ως γνωστόν έχουν διαμελίσει τη χώρα σε ζώνες οικονομικής επιρροής με την ανοχή όλων των νεοελληνικών κυβερνήσεων. Ή έναν εκπρόσωπο του μεγαλύτερου καταπατητή – οικονομικού κολοσσού της χώρας και ουσιαστικού ιδρυτή του παρακράτους(4), της Εκκλησίας Α.Ε..
Οι εξεγέρσεις δεν έχουν ανάγκη
τη «μυστικότητα» των αυτόκλητων «επαναστατών»
Καμμίας εξέγερσης δεν προηγήθηκαν «προειδοποιητικές» «τρομοκρατικές» ενέργειες, ή κομματικές, ή τρομοκρατικές ή άλλες οργανώσεις. Κι όποτε συνέβησαν τέτοιες ενέργειες, ήταν πάντα κατασκευασμένες κατά παραγγελία της Εξουσίας, η οποία πάντα επιδίωκε να έχει το πάνω χέρι τόσο ως προς τον τρόπο εκφοράς της βίας, όσο και ως προς την εικόνα της. Γιατί η Εξουσία χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από την επιθυμία της να κατέχει το μονοπώλιο της βίας, τόσο τής κατασταλτικής, όσο και της υποτιθέμενης «επαναστατικής» και «τρομοκρατικής». Οι μορφές βίας, που ξεφεύγουν από τον έλεγχό της (δηλ. η εξής μία: η αυθόρμητη, φανερή και γενικευμένη βία των εξεγερμένων) την τρομοκρατούν με τρόπο, που ούτε ο πιό ακριβοπληρωμένος επικοινωνιολόγος δεν μπορεί να «διαχειριστεί» υπέρ της.
Οι εξεγέρσεις ξεσπούσαν ανέκαθεν αυθόρμητα, σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς καμμία απολύτως προειδοποίηση. Ξεσπούσαν, όταν κανείς φιλήσυχος νοικοκυραίος δεν τις περίμενε, κανείς μίσθαρνος επικοινωνιολόγος δεν τις προέβλεψε και όταν απλώς υπήρχε κάποια μυρωδιά «καμένου» στον -κοινωνικό- αέρα (όπως σήμερα στην νεοελλάδα). Αυτό είναι και το ιστορικό κριτήριο της αυθεντικότητάς τους. Μερικές από αυτές, μάλιστα, διήρκεσαν πέρα από κάθε προσδοκία και επέδρασαν καθοριστικά στις κοινωνίες στις οποίες εκδηλώθηκαν (όπως η σχεδόν παγκόσμια εξέγερση των νέων στη δεκαετία του 1960).
Μια οργισμένη και απρόβλεπτη διαδήλωση είναι σαν μια κινούμενη αυτεξούσια πολιτική κοινότητα, η οποία αποφασίζει φανερά και αυτοστιγμεί τις δράσεις της, διαχειρίζεται και αναπροσαρμόζει η ίδια την βία της και την οποία κανείς κατά φαντασίαν «ειδικός της επαναστατικής βίας» (βλ. «τρομοκράτης») δεν μπορεί να «εκφράσει» ασκώντας την δική του μυστική και μεμονωμένη βία.
«Το ένα χέρι νίβει τʼ άλλο και τα δυό το πρόσωπο (της «άσπιλης» εξουσίας)»: Το κουκουλοφόρο (παρα)κράτος κουκουλώνει όσες κοινωνικές αντιδράσεις δεν μπορεί να ελέγξει, χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή μέθοδο της προβοκάτσιας. Ενώ, εκ παραλλήλου, το επίσης κουκουλοφόρο «επίσημο» κράτος κουκουλώνει την διαπλοκή και την διαφθορά των αξιωματούχων του.
Θα ήταν ευεργετικό για τις γενιές που έρχονται άν η νεοελληνική κοινωνία διχαζόταν σήμερα από έναν πραγματικό κοινωνικό -«εμφύλιο»- πόλεμο (και όχι συμμοριτοπόλεμο δεξιών και αριστερών συμμοριών), ο οποίος όμως δεν θα διεξαχθεί σε τίποτα έρημα βουνά, αλλά μέσα στους δρόμους των πόλεων. Έναν αμετάκλητο διχασμό ανάμεσα σε αυτούς, που δικαιούνται μια ορθολογική κοινωνία Δικαίου και Πρόνοιας και σε εκείνους που έχουν βολευτεί σε μια νεοφιλελεύθερη ζούγκλα ενισχυμένη με την βυζαντινή διαφθορά, την βυζαντινή υλική υπανάπτυξη, τον βυζαντινό αντιπαραγωγικό χρηματοοικονομικό παρασιτισμό, το βυζαντινό φοροληστρικό σύστημα, την βυζαντινή (βλ. ιδιωτική) παραπαιδεία, την βυζαντινή (βλ. ιδιωτική) παραϋγεία, τον βυζαντινό αδιάφορο δημόσιο τομέα, την βυζαντινή εργασιακή δουλοπαροικία, και, προπάντων, την βυζαντινή υποκρισία, που προσποιείται πως καταγγέλει τα παραπάνω.
Θα ήταν πραγματικά ευεργετικό να μάθουν όλοι σε αυτή τη χώρα ποιά είναι τα συμφέροντά τους (όπως αυτοί που τα ξέρουν ήδη) και να υπάρξει μια μακρά περίοδος αποσταθεροποίησης του σταθεροποιημένου βολέματος κάποιων «γνωστών-αγνώστων» νεοκοτσαμπασήδων.
Θα ήταν πραγματικά ευεργετικό να συμβεί και για τη νεοελληνική κοινωνία αυτό που είπε κάποτε ο Γκυ Ντεμπόρ: να χωριστεί αυτή σε δύο «κόμματα» εκ των οποίων το ένα να επιθυμεί την καταστροφή της.
Γιατί δεν μας χωρά και τους δύο ο τόπος.
Να γιατί το κράτος ξαναστήνει την υπόθεση «τρομοκρατία»: για να μην το δούμε ποτέ αυτό το «έργο». Ή, όπως το είχε διατυπώσει με αρχαιοελληνκή συλλογιστική καθαρότητα ο Επίκουρος πριν από είκοσι τρεις αιώνες:
«Δεν είναι δυνατόν να μην φοβάται κάποιος που προκαλεί τον φόβο».
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου