Εργασία και χαρά...
Ε, λοιπόν, μπορεί ξαφνικά τις τελευταίες μέρες να βιώνουμε ένα παράταιρο ειδησεογραφικό déjà vu να ξεδιπλώνεται εκ νέου στις όχθες της λίμνης Βιστωνίδας,και στα ακριβα γραφεια της Siemens,αλλά κατά βάθος όλοι ξέρουμε πως όλο αυτό το τσίρκο των ετεροχρονισμένων ευθυνών και σκανδάλων δεν μας οδηγεί πουθενά. Ποιος χέστηκε, δηλαδή, αν ο Δρυς, ο Μπασιάκος, ο Ρουσόπουλος, οι τραγοπαπάδες, αλλά κι ο Καραμανλής ο ίδιος, σου λέω εγώ, κριθούν τελικά ένοχοι για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου; Θα αλλάξει τίποτα ουσιαστικό στη δυσοίωνη πορεία της χώρας; Όχι βέβαια! Η μηπως θα αλλαξει κατι,με τις εξεταστικες επιτροπες,λες και βρεθηκε ποτε τιποτε απο αυτες,λες και καποιος θα παει φυλακη.Εμένα μου φαίνεται πως όλα αυτά προβάλλονται με τη γνωστή χαβαλεδιάρικη σοβαροφάνεια των ΜΜΕ, έτσι απλά για το ξεκάρφωμα. Σε δουλειά να βρισκόμαστε, μωρέ... Όταν το μείζον πρόβλημα για την όποια μακροημέρευση αυτού του τόπου είναι ακριβώς αυτό: η δουλειά. Ή, μάλλον, η άνευ προηγουμένου αναδουλειά.
Η προ διμήνου έκθεση του ΟΟΣΑ εκτιμά ότι το ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ελλάδα ενδέχεται να αγγίξει ακόμη και το 28% στα τέλη της χρονιάς. Και βέβαια, αυτή η παλιοκατάσταση, που υποθηκεύει ασάλιωτα το μέλλον, δεν είναι προφανώς προϊόν μόνο της τρέχουσας συγκαλυμμένης πτώχευσης: ήδη από το 2008 η εθνική μας επίδοση στο συγκεκριμένο φλέγον πεδίο ξεπερνούσε κατά 7,5 σχεδόν μονάδες τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών - μελών του ΟΟΣΑ. Όπερ έδει δείξαι... Και έρχεται τώρα και το ασφαλιστικό να βάλει κανονική ταφόπλακα στο μέλλον των πολύ - πολύ νέων – αυτών, δηλαδή, που ακόμα δεν ξέρουν καν τι θα πει εργασιακός στίβος – λέγοντάς τους χωρίς πολλές περιστροφές ότι θα παίρνουν έναν βασικό μισθό πείνας, θα δουλεύουν ώς τα 65 ακατέβατα και μετά θα παίρνουν απλώς τ’ αρχίδια τους. Ωραία προοπτική, μα την αλήθεια!
Όλοι, αυτές τι μέρες, πιπιλίζουμε με μια κάποια αμήχανη αισιοδοξία τη γνωστή καραμέλα ότι η γαμωκρίση θα μας κάνει να αλλάξουμε μυαλά και να ξαναδούμε το όλο πράμα σε ρεαλιστικότερη βάση. Και στον τομέα της εργασίας, τουλάχιστον, ένα βηματάκι σαν να κουτσοέγινε ήδη: η πάλαι ποτέ πλανεύτρα πόρτα του Δημοσίου – αυτή που ανέθρεψε γενιές ολόκληρες από αρχιδοξύστες και εκμαυλισμένους νέους – μόλις έκλεισε. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον. Θα φύγουνε, λοιπόν, θα πάνε αλλού τα όνειρα των νέων για το δέσιμο του γαϊδάρου τους. Αλλά και πού να πάνε, ρε συ; Μες στα χρόνια, φτιάξαμε τίποτα άλλο της προκοπής εκτός από έναν υδροκέφαλο δημόσιο τομέα που ρουφούσε ασμένως ημέτερους, αστοιχείωτους και νωθρούς μικροκαρεκλοκένταυρους;
Τ’ ακούω, βέβαια, κι εγώ όλα εκείνα τα μεγαλεπήβολα για τη μεγαλοεπένδυση των Καταριανών στον Αστακό ή για τις αναπτυξιακές βλέψεις του καρτουνίστικου Κινέζου κάπτεν Γουέι με αποκλειστικά ντόπιο εργατικό δυναμικό, αλλά δεν ξέρω, δεν ξέρω... Φοβάμαι ότι ειδικά το ζήτημα της δουλειάς πρέπει να το ξαναπιάσουμε από την αρχή. Να θυμηθούμε, κοντολογίς, τη λαϊκή σοφία που κάποτε μας δίδασκε πως «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή» και πως «έκατσε η δουλειά στην πόρτα και κυνήγησε τη φτώχεια». Και επειδη ζω στο εξωτερικο,και συγκεκριμενα στη Στοκχολμη,παρατηρω, ότι τα έργα οδοποιίας τα διεκπεραίωναν κανονικοί Σουηδοί· όχι κάποιοι κακομοίρηδες μετανάστες. Κι ότι στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μου υπάρχαν νέοι, νεότατοι, που ξεκινούν τη ζωή τους ως πωλητές σε αθλητικό κατάστημα, λόγου χάρη, κι αυτό τους φτανει και τους περισσευει. Κι είχαν κάνει και τη σχετική μικροεκπαίδευσή τους, ώστε να είναι σένιοι στα καθήκοντά τους, κι έπαιρναν και τα λεφτουδάκια τους, και πήγαιναν και τα ταξίδια τους και – πάνω απ’ όλα – δεν αισθάνονταν καθόλου πολίτες δευτέρας διαλογής επειδή, και καλά, δεν είχαν ανωτατοσπουδάσει ή επειδή δεν είχαν αρχιδάτη δουλειά.
Τα ξανασκεφτόμουν όλα αυτά πριν καιρό συζητωντας,μ ενα φιλο, όταν επισκέφθηκα το πατρικό μου σπίτι στη Ρόδο,και πέρασα από τα πέριξ μιας εκκλησίας, όπου ετοιμαζόταν η γνωστή εμποροπανήγυρις της Αγίας Μαρίνας,οπου ειχα χρονια να παω. Και τι είδα κι έπαθα την πλάκα μου; Με εξαίρεση μια γιαγιά, που έμοιαζε αρκούντως Ελληνίδα, όλοι, μα όλοι, οι πωλητές που ετοίμαζαν τα σκατολοΐδια τους πίσω από τους πάγκους ήταν ξένοι: μαύροι, Μπανγκλαντεσιανοί, Αφρικανοί,Κινέζοι, Αλβανοί... Πάει, λοιπόν, ακόμη κι αυτό το τόσο παραδοσιακό εργασιακό μετερίζι; Πέρασε στη μαύρη εργασία και γίνηκε ντροπής πράμα για τον Νεοέλληνα; Μετά την αγροτική παραγωγή, δηλαδή, που εκχωρήθηκε εδώ και χρόνια στους μεσαιωνικά εργαζόμενους Πακιστανούς, ήρθε τώρα κι η σειρά των πανηγυριών; Ε, είμαστε για τα πανηγύρια!
Σ’ αυτήν εδώ τη χώρα κανείς δεν θέλει πια να κάνει τις βασικές δουλειές. Όλοι θαρρούμε πως είμαστε πλασμένοι για τα... άλλα, τα μεγάλα. Δικηγοροι,γιατροι,οικονομολογοι κτλ.
Κι όπως έγραφε κι ο Γιάννης Ξανθούλης προ ημερών, όλο και περισσότεροι νέοι θέλουν να πιάσουν την καλή και να γίνουν τραγουδισταράδες και ψωνια ενος ψεύτικου και ματαιόδοξου κόσμου,κοινός life-style μέσω της T.V…
Και μεταξύ μας, κρίση- ξεκρίση, για να αλλάξει αυτή η νοοτροπία, θέλει δουλειά πολλή...
Ανθρωποι του πνεύματος ακούτε;
Over
Η προ διμήνου έκθεση του ΟΟΣΑ εκτιμά ότι το ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ελλάδα ενδέχεται να αγγίξει ακόμη και το 28% στα τέλη της χρονιάς. Και βέβαια, αυτή η παλιοκατάσταση, που υποθηκεύει ασάλιωτα το μέλλον, δεν είναι προφανώς προϊόν μόνο της τρέχουσας συγκαλυμμένης πτώχευσης: ήδη από το 2008 η εθνική μας επίδοση στο συγκεκριμένο φλέγον πεδίο ξεπερνούσε κατά 7,5 σχεδόν μονάδες τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών - μελών του ΟΟΣΑ. Όπερ έδει δείξαι... Και έρχεται τώρα και το ασφαλιστικό να βάλει κανονική ταφόπλακα στο μέλλον των πολύ - πολύ νέων – αυτών, δηλαδή, που ακόμα δεν ξέρουν καν τι θα πει εργασιακός στίβος – λέγοντάς τους χωρίς πολλές περιστροφές ότι θα παίρνουν έναν βασικό μισθό πείνας, θα δουλεύουν ώς τα 65 ακατέβατα και μετά θα παίρνουν απλώς τ’ αρχίδια τους. Ωραία προοπτική, μα την αλήθεια!
Όλοι, αυτές τι μέρες, πιπιλίζουμε με μια κάποια αμήχανη αισιοδοξία τη γνωστή καραμέλα ότι η γαμωκρίση θα μας κάνει να αλλάξουμε μυαλά και να ξαναδούμε το όλο πράμα σε ρεαλιστικότερη βάση. Και στον τομέα της εργασίας, τουλάχιστον, ένα βηματάκι σαν να κουτσοέγινε ήδη: η πάλαι ποτέ πλανεύτρα πόρτα του Δημοσίου – αυτή που ανέθρεψε γενιές ολόκληρες από αρχιδοξύστες και εκμαυλισμένους νέους – μόλις έκλεισε. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον. Θα φύγουνε, λοιπόν, θα πάνε αλλού τα όνειρα των νέων για το δέσιμο του γαϊδάρου τους. Αλλά και πού να πάνε, ρε συ; Μες στα χρόνια, φτιάξαμε τίποτα άλλο της προκοπής εκτός από έναν υδροκέφαλο δημόσιο τομέα που ρουφούσε ασμένως ημέτερους, αστοιχείωτους και νωθρούς μικροκαρεκλοκένταυρους;
Τ’ ακούω, βέβαια, κι εγώ όλα εκείνα τα μεγαλεπήβολα για τη μεγαλοεπένδυση των Καταριανών στον Αστακό ή για τις αναπτυξιακές βλέψεις του καρτουνίστικου Κινέζου κάπτεν Γουέι με αποκλειστικά ντόπιο εργατικό δυναμικό, αλλά δεν ξέρω, δεν ξέρω... Φοβάμαι ότι ειδικά το ζήτημα της δουλειάς πρέπει να το ξαναπιάσουμε από την αρχή. Να θυμηθούμε, κοντολογίς, τη λαϊκή σοφία που κάποτε μας δίδασκε πως «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή» και πως «έκατσε η δουλειά στην πόρτα και κυνήγησε τη φτώχεια». Και επειδη ζω στο εξωτερικο,και συγκεκριμενα στη Στοκχολμη,παρατηρω, ότι τα έργα οδοποιίας τα διεκπεραίωναν κανονικοί Σουηδοί· όχι κάποιοι κακομοίρηδες μετανάστες. Κι ότι στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μου υπάρχαν νέοι, νεότατοι, που ξεκινούν τη ζωή τους ως πωλητές σε αθλητικό κατάστημα, λόγου χάρη, κι αυτό τους φτανει και τους περισσευει. Κι είχαν κάνει και τη σχετική μικροεκπαίδευσή τους, ώστε να είναι σένιοι στα καθήκοντά τους, κι έπαιρναν και τα λεφτουδάκια τους, και πήγαιναν και τα ταξίδια τους και – πάνω απ’ όλα – δεν αισθάνονταν καθόλου πολίτες δευτέρας διαλογής επειδή, και καλά, δεν είχαν ανωτατοσπουδάσει ή επειδή δεν είχαν αρχιδάτη δουλειά.
Τα ξανασκεφτόμουν όλα αυτά πριν καιρό συζητωντας,μ ενα φιλο, όταν επισκέφθηκα το πατρικό μου σπίτι στη Ρόδο,και πέρασα από τα πέριξ μιας εκκλησίας, όπου ετοιμαζόταν η γνωστή εμποροπανήγυρις της Αγίας Μαρίνας,οπου ειχα χρονια να παω. Και τι είδα κι έπαθα την πλάκα μου; Με εξαίρεση μια γιαγιά, που έμοιαζε αρκούντως Ελληνίδα, όλοι, μα όλοι, οι πωλητές που ετοίμαζαν τα σκατολοΐδια τους πίσω από τους πάγκους ήταν ξένοι: μαύροι, Μπανγκλαντεσιανοί, Αφρικανοί,Κινέζοι, Αλβανοί... Πάει, λοιπόν, ακόμη κι αυτό το τόσο παραδοσιακό εργασιακό μετερίζι; Πέρασε στη μαύρη εργασία και γίνηκε ντροπής πράμα για τον Νεοέλληνα; Μετά την αγροτική παραγωγή, δηλαδή, που εκχωρήθηκε εδώ και χρόνια στους μεσαιωνικά εργαζόμενους Πακιστανούς, ήρθε τώρα κι η σειρά των πανηγυριών; Ε, είμαστε για τα πανηγύρια!
Σ’ αυτήν εδώ τη χώρα κανείς δεν θέλει πια να κάνει τις βασικές δουλειές. Όλοι θαρρούμε πως είμαστε πλασμένοι για τα... άλλα, τα μεγάλα. Δικηγοροι,γιατροι,οικονομολογοι κτλ.
Κι όπως έγραφε κι ο Γιάννης Ξανθούλης προ ημερών, όλο και περισσότεροι νέοι θέλουν να πιάσουν την καλή και να γίνουν τραγουδισταράδες και ψωνια ενος ψεύτικου και ματαιόδοξου κόσμου,κοινός life-style μέσω της T.V…
Και μεταξύ μας, κρίση- ξεκρίση, για να αλλάξει αυτή η νοοτροπία, θέλει δουλειά πολλή...
Ανθρωποι του πνεύματος ακούτε;
Over
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου