Τα τρία κακά της μοίρας μας
Του Αποστολου Δοξιαδη*
Οσοι επιχειρούμε τελευταία, είτε με δημόσιο λόγο είτε ιδιωτικό, να κουβεντιάσουμε τους κινδύνους για τη χώρα αν υιοθετηθούν τα κελεύσματα της λαϊκίστικης ρητορικής, που μας ωθεί ολοταχώς προς την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική καταστροφή, νιώθουμε συχνά σαν να μιλάμε σε τοίχο. Κι ας λέμε πράματα αυτονόητα: ότι μια χώρα προηγμένη δεν μπορεί να αρνείται με το έτσι θέλω να πληρώσει τα δανεικά της, ή ότι, εφ’ όσον είμαστε λαός σοβαρός, πρέπει με τη δουλειά μας να προχωρούμε, όχι με ικεσίες ή εκβιασμούς σε δανειστές. Ας λέμε ότι το ΔΝΤ ή η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι «τοκογλύφοι» (άλλο πάλι αυτό!), αλλά προσπαθούν να μας βοηθήσουν -χωρίς βέβαια να αντιστρατεύονται το δικό τους καλό- κι όχι να μας καθυποτάξουν. Ομως οι αρχές αυτές, οι λογικότατες, απορρίπτονται από πολλούς ολοσχερώς, και εμάς που τις υποστηρίζουμε μας θεωρούν, στην καλύτερη περίπτωση, αφελείς, ή, συνηθέστερα, μίσθαρνα όργανα σκοτεινής συνωμοσίας.
Την αιτία της παράλογης άρνησης των προφανών πραγμάτων που λέμε μού την εξήγησε πρόσφατα ένας καλός φίλος, με μια βασική αρχή της κοινωνικής ψυχολογίας: «Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδεχθούν τίποτε που αντιτίθεται στα στερεότυπά τους». Με την αρχή αυτή, λοιπόν, προσπαθώ να κατονομάσω τα τρία κύρια στερεότυπα που καθορίζουν τη νεοελληνική μυθική σκέψη, μη αφήνοντάς μας, στην κρίσιμη ώρα, να δούμε κατάματα την αλήθεια.
Στερεότυπο πρώτο: «Το κράτος είναι κακό». Δεν ξέρω πότε αρχίζει αυτό, αλλά μάλλον πολύ παλιά, ίσως στον τέταρτο αιώνα π.Χ., όταν καταλύθηκαν οι πόλεις-κράτη και οι Ελληνες γίναν, έκτοτε, υπήκοοι μιας σειράς αυτοκρατοριών: της Μακεδονικής, της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής, της Οθωμανικής. Κι έτσι, με συνήθειες δύο χιλιετιών, όταν έγινε νεοελληνικό κράτος δεν μπορέσαμε να το δούμε σαν κάτι δικό μας, αλλά σαν μια ακόμη, μίζερη έστω, αυτοκρατορία. Αν στα 1830, ή αργότερα, είχαν εισακουσθεί οι σοφοί που πρότειναν ένα σύστημα περισσότερο κοινοτικό, ίσως σήμερα να ήμασταν αλλιώς. Δεν εισακούσθηκαν όμως, και έκτοτε έχουμε κυβέρνηση κεντρική, όπως οι άλλες δυτικές χώρες - αλλά χωρίς τη δυνατή αυτοδιοίκηση κάποιων απ’ αυτές. Βέβαια, ο τοπικισμός είναι από τα πιο ανθρώπινα στοιχεία του πολιτισμού μας, μα δίχως δομές να τον στηρίζουν, μας κάνει να νιώθουμε την κεντρική εξουσία ως δυνάστη. Φυσικά, το κράτος, με την άθλιά του οργάνωση, τον ανορθολογισμό και τη διαφθορά του, δεν βοηθά να βελτιωθεί η εντύπωση. Και έτσι μένει μόνη διέξοδος στον τοπικισμό του μέσου Ελληνα, πνιγμένου από ένα κράτος κεντρικό, ο βουλευτής, ο «δικός του». (Γι’ αυτό σήμερα ακόμη και οι κυβερνητικοί βουλευτές ρητορεύουν, ενίοτε κρυφά, κατά της επίσημης κυβερνητικής πολιτικής: να δείξουν στον ψηφοφόρο ότι αυτοί τουλάχιστον είναι με το μέρος του, κατά του κακού κράτους.)
Στερεότυπο δεύτερο: «Οι ξένοι μάς επιβουλεύονται». Το γεγονός ότι ζήσαμε για αιώνες κάτω από ξένη ηγεμονία μάς δημιούργησε δυσπιστία στους ξένους, που συνεχίστηκε όταν το νεοελληνικό κράτος, απ’ τις αρχές του, καθοδηγήθηκε από ξένες δυνάμεις, που κοίταζε η καθεμιά τα συμφέροντά της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο εμφύλιες συρράξεις στη νεότερη ιστορία μας, που τις πληρώνουμε ακόμη, ήταν αντιμαχίες μεταξύ των οπαδών δύο διαφορετικών ξένων παρατάξεων: στον Διχασμό, ήταν η στράτευση με την πολιτική των Αγγλογάλλων ή των Γερμανο-αυστριακών, ενώ στον Εμφύλιο με τον Αγγλο-αμερικάνικο κόσμο ή τις δυνάμεις που ακολουθούσαν το Σοβιετικό μοντέλο. (Σήμερα, το συγκεκριμένο στερεότυπο οργιάζει, ωθώντας σε νέο διχασμό: των «γνήσιων» Ελλήνων, που αρνούνται τους κακούς ξένους, και των υπολοίπων, που οι ακραίοι λαϊκιστές αποκαλούν «δωσίλογους».)
Στερεότυπο τρίτο: «Ο πλούτος είναι κλεψιά». Η αριστερή κοσμοθεωρία δίνει επιχειρήματα σε μια τέτοια άποψη, όμως ο μέσος Ελληνας δεν είναι μαθητής του Μαρξ. Το στερεότυπο πατάει απλούστατα στον φθόνο. Κι αυτό είναι προφανές, αφού κανένας δεν θεωρεί τον δικό του, προσωπικό πλούτο, μικρό ή μεγάλο, κλεμμένο: αυτόν τον δούλεψε, τού τον άφησε η γιαγιά του, τον απέκτησε με τη μαγκιά του, ή ό,τι άλλο. Θα μου πείτε: μόνο οι Ελληνες φθονούν, ο φθόνος δεν είναι φυσική ανθρώπινη κατάσταση; Είναι, αναμφισβήτητα. Ομως, κοινωνίες συντεταγμένες, με κράτος εύρυθμο και κοινωνικούς θεσμούς με παράδοση, έχουν τρόπους να τον τιθασεύουν ή να τον διοχετεύουν υγιώς, και από δύναμη καταστροφική, ο φθόνος να γίνεται είτε ανώδυνος, είτε και πηγή άμιλλας. Εμείς όμως όχι. (Κι έτσι, ενώ έχασαν τη δουλειά τους 400.000 Ελληνες την τελευταία διετία, οι υπουργοί καμαρώνουν ότι «κανένας δεν θα απολυθεί!». Και τούτο γιατί εννοούν βέβαια κανένας από τον δημόσιο τομέα, αφού όσοι έχασαν τη δουλειά τους είναι του ιδιωτικού ή της αυτοαπασχόλησης, δηλαδή του πλούτου, δηλαδή του Κακού, και άρα μάλλον άξιοι της μοίρας τους. Ας πρόσεχαν κι αυτοί, ας έβαζαν τον βουλευτή τους να τους διορίσει στο Δημόσιο, μακρά από τους κακούς πλουτοκράτες!)
Τα τρία στερεότυπα που μας δυναστεύουν ερμηνεύονται ιστορικά ή ψυχολογικά, λοιπόν. Αυτό όμως δεν τα καθαγιάζει. Αντίθετα, στην ωμή μορφή τους, που σήμερα βρίσκεται σε έξαρση, αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια στο να δούμε ξεκάθαρα την καταστροφή που μας απειλεί.
Οσοι επιχειρούμε τελευταία, είτε με δημόσιο λόγο είτε ιδιωτικό, να κουβεντιάσουμε τους κινδύνους για τη χώρα αν υιοθετηθούν τα κελεύσματα της λαϊκίστικης ρητορικής, που μας ωθεί ολοταχώς προς την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική καταστροφή, νιώθουμε συχνά σαν να μιλάμε σε τοίχο. Κι ας λέμε πράματα αυτονόητα: ότι μια χώρα προηγμένη δεν μπορεί να αρνείται με το έτσι θέλω να πληρώσει τα δανεικά της, ή ότι, εφ’ όσον είμαστε λαός σοβαρός, πρέπει με τη δουλειά μας να προχωρούμε, όχι με ικεσίες ή εκβιασμούς σε δανειστές. Ας λέμε ότι το ΔΝΤ ή η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι «τοκογλύφοι» (άλλο πάλι αυτό!), αλλά προσπαθούν να μας βοηθήσουν -χωρίς βέβαια να αντιστρατεύονται το δικό τους καλό- κι όχι να μας καθυποτάξουν. Ομως οι αρχές αυτές, οι λογικότατες, απορρίπτονται από πολλούς ολοσχερώς, και εμάς που τις υποστηρίζουμε μας θεωρούν, στην καλύτερη περίπτωση, αφελείς, ή, συνηθέστερα, μίσθαρνα όργανα σκοτεινής συνωμοσίας.
Την αιτία της παράλογης άρνησης των προφανών πραγμάτων που λέμε μού την εξήγησε πρόσφατα ένας καλός φίλος, με μια βασική αρχή της κοινωνικής ψυχολογίας: «Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδεχθούν τίποτε που αντιτίθεται στα στερεότυπά τους». Με την αρχή αυτή, λοιπόν, προσπαθώ να κατονομάσω τα τρία κύρια στερεότυπα που καθορίζουν τη νεοελληνική μυθική σκέψη, μη αφήνοντάς μας, στην κρίσιμη ώρα, να δούμε κατάματα την αλήθεια.
Στερεότυπο πρώτο: «Το κράτος είναι κακό». Δεν ξέρω πότε αρχίζει αυτό, αλλά μάλλον πολύ παλιά, ίσως στον τέταρτο αιώνα π.Χ., όταν καταλύθηκαν οι πόλεις-κράτη και οι Ελληνες γίναν, έκτοτε, υπήκοοι μιας σειράς αυτοκρατοριών: της Μακεδονικής, της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής, της Οθωμανικής. Κι έτσι, με συνήθειες δύο χιλιετιών, όταν έγινε νεοελληνικό κράτος δεν μπορέσαμε να το δούμε σαν κάτι δικό μας, αλλά σαν μια ακόμη, μίζερη έστω, αυτοκρατορία. Αν στα 1830, ή αργότερα, είχαν εισακουσθεί οι σοφοί που πρότειναν ένα σύστημα περισσότερο κοινοτικό, ίσως σήμερα να ήμασταν αλλιώς. Δεν εισακούσθηκαν όμως, και έκτοτε έχουμε κυβέρνηση κεντρική, όπως οι άλλες δυτικές χώρες - αλλά χωρίς τη δυνατή αυτοδιοίκηση κάποιων απ’ αυτές. Βέβαια, ο τοπικισμός είναι από τα πιο ανθρώπινα στοιχεία του πολιτισμού μας, μα δίχως δομές να τον στηρίζουν, μας κάνει να νιώθουμε την κεντρική εξουσία ως δυνάστη. Φυσικά, το κράτος, με την άθλιά του οργάνωση, τον ανορθολογισμό και τη διαφθορά του, δεν βοηθά να βελτιωθεί η εντύπωση. Και έτσι μένει μόνη διέξοδος στον τοπικισμό του μέσου Ελληνα, πνιγμένου από ένα κράτος κεντρικό, ο βουλευτής, ο «δικός του». (Γι’ αυτό σήμερα ακόμη και οι κυβερνητικοί βουλευτές ρητορεύουν, ενίοτε κρυφά, κατά της επίσημης κυβερνητικής πολιτικής: να δείξουν στον ψηφοφόρο ότι αυτοί τουλάχιστον είναι με το μέρος του, κατά του κακού κράτους.)
Στερεότυπο δεύτερο: «Οι ξένοι μάς επιβουλεύονται». Το γεγονός ότι ζήσαμε για αιώνες κάτω από ξένη ηγεμονία μάς δημιούργησε δυσπιστία στους ξένους, που συνεχίστηκε όταν το νεοελληνικό κράτος, απ’ τις αρχές του, καθοδηγήθηκε από ξένες δυνάμεις, που κοίταζε η καθεμιά τα συμφέροντά της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο εμφύλιες συρράξεις στη νεότερη ιστορία μας, που τις πληρώνουμε ακόμη, ήταν αντιμαχίες μεταξύ των οπαδών δύο διαφορετικών ξένων παρατάξεων: στον Διχασμό, ήταν η στράτευση με την πολιτική των Αγγλογάλλων ή των Γερμανο-αυστριακών, ενώ στον Εμφύλιο με τον Αγγλο-αμερικάνικο κόσμο ή τις δυνάμεις που ακολουθούσαν το Σοβιετικό μοντέλο. (Σήμερα, το συγκεκριμένο στερεότυπο οργιάζει, ωθώντας σε νέο διχασμό: των «γνήσιων» Ελλήνων, που αρνούνται τους κακούς ξένους, και των υπολοίπων, που οι ακραίοι λαϊκιστές αποκαλούν «δωσίλογους».)
Στερεότυπο τρίτο: «Ο πλούτος είναι κλεψιά». Η αριστερή κοσμοθεωρία δίνει επιχειρήματα σε μια τέτοια άποψη, όμως ο μέσος Ελληνας δεν είναι μαθητής του Μαρξ. Το στερεότυπο πατάει απλούστατα στον φθόνο. Κι αυτό είναι προφανές, αφού κανένας δεν θεωρεί τον δικό του, προσωπικό πλούτο, μικρό ή μεγάλο, κλεμμένο: αυτόν τον δούλεψε, τού τον άφησε η γιαγιά του, τον απέκτησε με τη μαγκιά του, ή ό,τι άλλο. Θα μου πείτε: μόνο οι Ελληνες φθονούν, ο φθόνος δεν είναι φυσική ανθρώπινη κατάσταση; Είναι, αναμφισβήτητα. Ομως, κοινωνίες συντεταγμένες, με κράτος εύρυθμο και κοινωνικούς θεσμούς με παράδοση, έχουν τρόπους να τον τιθασεύουν ή να τον διοχετεύουν υγιώς, και από δύναμη καταστροφική, ο φθόνος να γίνεται είτε ανώδυνος, είτε και πηγή άμιλλας. Εμείς όμως όχι. (Κι έτσι, ενώ έχασαν τη δουλειά τους 400.000 Ελληνες την τελευταία διετία, οι υπουργοί καμαρώνουν ότι «κανένας δεν θα απολυθεί!». Και τούτο γιατί εννοούν βέβαια κανένας από τον δημόσιο τομέα, αφού όσοι έχασαν τη δουλειά τους είναι του ιδιωτικού ή της αυτοαπασχόλησης, δηλαδή του πλούτου, δηλαδή του Κακού, και άρα μάλλον άξιοι της μοίρας τους. Ας πρόσεχαν κι αυτοί, ας έβαζαν τον βουλευτή τους να τους διορίσει στο Δημόσιο, μακρά από τους κακούς πλουτοκράτες!)
Τα τρία στερεότυπα που μας δυναστεύουν ερμηνεύονται ιστορικά ή ψυχολογικά, λοιπόν. Αυτό όμως δεν τα καθαγιάζει. Αντίθετα, στην ωμή μορφή τους, που σήμερα βρίσκεται σε έξαρση, αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια στο να δούμε ξεκάθαρα την καταστροφή που μας απειλεί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου