Οι νεκροί βαραίνουν όλη την κοινωνία
Tου Νικου Γ. Ξυδακη
Κάθε εικοσιτετράωρο κι ένας νεκρός. Στον δρόμο, στο κέντρο, στην πρωτεύουσα. Κι η κοινωνία, σπαραγμένη, φοβισμένη, κατασυγχυσμένη, αποτραβιέται ακόμη βαθύτερα στο καβούκι της, όσο διάφορες ομάδες διεκδικούν σώματα και σορούς. (Μερικές σορούς δεν τις διεκδικεί κανείς, μένουν αταύτιστες στα ψυγεία. Με μια ανορθόγραφη ετικέτα.)
Ο Μανώλης Καντάρης δολοφονήθηκε λίγο προτού γεννηθεί το παιδί του. Ο Γιάννης Καυκάς κρατούσε ένα πανώ και βρέθηκε να χαροπαλεύει. Ο νεαρός από το Μπανγκλαντές έπεσε νεκρός από μαχαιριές αγνώστων. Βία εγκληματική, βία παρακρατική, βία φασιστική. Οι φονιάδες παραμένουν άγνωστοι, κυκλοφορούν ανάμεσά μας· κι είμαστε όλοι υποψήφιοι θύτες και θύματα, όλοι βυθισμένοι σ’ έναν δαιμονικό κύκλο βίας και μίσους, φόβου και μισαλλοδοξίας, εξαθλίωσης και αυτοδικίας. Και παράλογης διεκδίκησης νεκρών: κάθε φατρία διεκδικεί το αίμα ενός αθώου.
Αυτός ο κύκλος αίματος πρέπει να διακοπεί. Τώρα. Με ευθύνη της πολιτικής κοινωνίας και του δημοκρατικού κράτους, όσου έχει απομείνει, με ευθύνη κάθε έμφρονος πολίτη, είτε κατοικεί πέριξ της Πατησίων είτε κατοικεί στο Παγκράτι, στα Εξάρχεια, στους Αμπελοκήπους, στο Μαρούσι. Γιατί η βία απειλεί να γίνει πάνδημη. Γιατί οι νεκροί βαραίνουν όλη την κοινωνία: η βίαιη διακοπή μιας ζωής μάς βαραίνει όλους, η μνήμη τους μας στοιχειώνει. Ο οικογενειάρχης Μανώλης Καντάρης, ο δάσκαλος Γιάννης, ο νεαρός Μπανγκλαντέζος, είναι όλοι πλάσματα του ίδιου Θεού· δεν ανήκουν σε καμιά ναζιστική σέχτα, σε κανέναν αυτόκλητο υπερασπιστή της φυλής και της τάξης.
Στη ματοβαμμένη άσφαλτο της 3ης Σεπτεμβρίου, της Στρατηγού Kαλλάρη, της Πανεπιστημίου, οι Ελληνες πολίτες να ανάψουν κεριά και να μείνουν σιωπηλοί, απειλητικοί, αποφασισμένοι. Να στείλουν μήνυμα προς την εγκληματικά ολιγωρούσα πολιτική ηγεσία, την κουφή, τυφλή και μοιραία, που περιφρουρεί τα προνόμιά της, ότι η πρωτεύουσα έχει μετατραπεί σε slum και η χώρα βυθίζεται στην κατάθλιψη.
Θα περιμέναμε από τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο να τεθούν επικεφαλής σε τέτοιες εκδηλώσεις αισθήματος και αποφασιστικότητας, υπεράσπισης του δημόσιου χώρου και της ζωής. Θα περιμέναμε από τους υπουργούς να σπεύδουν ακαριαία στα νοσοκομεία και στις κηδείες, να παίρνουν, έστω την υστάτη ώρα, το μήνυμα μιας κοινωνίας που βουλιάζει και σπαράσσεται. Δεν το έκαναν. Κρύβονται από την πραγματικότητα, κρύβονται από την κοινωνία, κρύβονται από την Ελλάδα. Εγκατέλειψαν την Κάτω Αθήνα στην εξουσία της Χρυσής Αυγής. Οι τιμηθέντες με την ψήφο του λαού, οι λειτουργοί της δημοκρατίας, οι υπερασπιστές της νομιμότητας, οι εγγυητές της συνταγματικής τάξης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κρύβονται, δειλιάζουν, ψελλίζουν διαχειριστικές ανοησίες, πλασάρονται σε κούρσες διαδοχής, νίπτουν τας χείρας τους.
Η κλεπτοκρατική τάξη που διοίκησε τη χώρα την οδήγησε στη χρεοκοπία και την αναξιοπρέπεια. Εκχώρησε τη σημαία της Επανάστασης και τον Υμνο προς την Ελευθερία στο αυγό του φιδιού. Τώρα παρακολουθεί εξ αποστάσεως τον ευτελισμό της ζωής στο αθηναϊκό slum: εκεί, στον ζόφο, βρισκόμαστε εμείς, οι πολίτες.
Κάθε εικοσιτετράωρο κι ένας νεκρός. Στον δρόμο, στο κέντρο, στην πρωτεύουσα. Κι η κοινωνία, σπαραγμένη, φοβισμένη, κατασυγχυσμένη, αποτραβιέται ακόμη βαθύτερα στο καβούκι της, όσο διάφορες ομάδες διεκδικούν σώματα και σορούς. (Μερικές σορούς δεν τις διεκδικεί κανείς, μένουν αταύτιστες στα ψυγεία. Με μια ανορθόγραφη ετικέτα.)
Ο Μανώλης Καντάρης δολοφονήθηκε λίγο προτού γεννηθεί το παιδί του. Ο Γιάννης Καυκάς κρατούσε ένα πανώ και βρέθηκε να χαροπαλεύει. Ο νεαρός από το Μπανγκλαντές έπεσε νεκρός από μαχαιριές αγνώστων. Βία εγκληματική, βία παρακρατική, βία φασιστική. Οι φονιάδες παραμένουν άγνωστοι, κυκλοφορούν ανάμεσά μας· κι είμαστε όλοι υποψήφιοι θύτες και θύματα, όλοι βυθισμένοι σ’ έναν δαιμονικό κύκλο βίας και μίσους, φόβου και μισαλλοδοξίας, εξαθλίωσης και αυτοδικίας. Και παράλογης διεκδίκησης νεκρών: κάθε φατρία διεκδικεί το αίμα ενός αθώου.
Αυτός ο κύκλος αίματος πρέπει να διακοπεί. Τώρα. Με ευθύνη της πολιτικής κοινωνίας και του δημοκρατικού κράτους, όσου έχει απομείνει, με ευθύνη κάθε έμφρονος πολίτη, είτε κατοικεί πέριξ της Πατησίων είτε κατοικεί στο Παγκράτι, στα Εξάρχεια, στους Αμπελοκήπους, στο Μαρούσι. Γιατί η βία απειλεί να γίνει πάνδημη. Γιατί οι νεκροί βαραίνουν όλη την κοινωνία: η βίαιη διακοπή μιας ζωής μάς βαραίνει όλους, η μνήμη τους μας στοιχειώνει. Ο οικογενειάρχης Μανώλης Καντάρης, ο δάσκαλος Γιάννης, ο νεαρός Μπανγκλαντέζος, είναι όλοι πλάσματα του ίδιου Θεού· δεν ανήκουν σε καμιά ναζιστική σέχτα, σε κανέναν αυτόκλητο υπερασπιστή της φυλής και της τάξης.
Στη ματοβαμμένη άσφαλτο της 3ης Σεπτεμβρίου, της Στρατηγού Kαλλάρη, της Πανεπιστημίου, οι Ελληνες πολίτες να ανάψουν κεριά και να μείνουν σιωπηλοί, απειλητικοί, αποφασισμένοι. Να στείλουν μήνυμα προς την εγκληματικά ολιγωρούσα πολιτική ηγεσία, την κουφή, τυφλή και μοιραία, που περιφρουρεί τα προνόμιά της, ότι η πρωτεύουσα έχει μετατραπεί σε slum και η χώρα βυθίζεται στην κατάθλιψη.
Θα περιμέναμε από τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο να τεθούν επικεφαλής σε τέτοιες εκδηλώσεις αισθήματος και αποφασιστικότητας, υπεράσπισης του δημόσιου χώρου και της ζωής. Θα περιμέναμε από τους υπουργούς να σπεύδουν ακαριαία στα νοσοκομεία και στις κηδείες, να παίρνουν, έστω την υστάτη ώρα, το μήνυμα μιας κοινωνίας που βουλιάζει και σπαράσσεται. Δεν το έκαναν. Κρύβονται από την πραγματικότητα, κρύβονται από την κοινωνία, κρύβονται από την Ελλάδα. Εγκατέλειψαν την Κάτω Αθήνα στην εξουσία της Χρυσής Αυγής. Οι τιμηθέντες με την ψήφο του λαού, οι λειτουργοί της δημοκρατίας, οι υπερασπιστές της νομιμότητας, οι εγγυητές της συνταγματικής τάξης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κρύβονται, δειλιάζουν, ψελλίζουν διαχειριστικές ανοησίες, πλασάρονται σε κούρσες διαδοχής, νίπτουν τας χείρας τους.
Η κλεπτοκρατική τάξη που διοίκησε τη χώρα την οδήγησε στη χρεοκοπία και την αναξιοπρέπεια. Εκχώρησε τη σημαία της Επανάστασης και τον Υμνο προς την Ελευθερία στο αυγό του φιδιού. Τώρα παρακολουθεί εξ αποστάσεως τον ευτελισμό της ζωής στο αθηναϊκό slum: εκεί, στον ζόφο, βρισκόμαστε εμείς, οι πολίτες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου